Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καὶ εἶδος ἀμπέλου

См. также в других словарях:

  • BIBLINA — regio Thraciae, unde Biblinum vinum, quod alii a Biblia vite dictum volunt. Demus vero Delius Naxium interpretatur, quoniam Biblus Naxi fluv. sit. Suidas, Βιβλινος ὀινος, ἀυςτήρος, ἀπὸ Βιβλίνης οὕτω καλουμὲνης Θρακίας ἀμπέλου. Huius vini meminit… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • στεφανίτης — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Α νεοελλ. 1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή… …   Dictionary of Greek

  • PSITHIA — apud Statium, l. 4. Sylv. 9. v. 38. Vel passum psithiis suis recoctum. ex emendatione Domitii Calderini; Graec. ψίθια, Hesychio εἶδος ἀμπέλου καὶ μήλων τινῶν, species vitis et pomorum est. Certe Psithias vites inter Graeculas recenset Colum ella …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αϊδάνι — το Βοτ. ποικιλία οιναμπέλου, που καλλιεργείται στις Κυκλάδες (κυρίως Σαντορίνη και Πάρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. από το μτγν. ουσ. ἐδάνη «είδος αμπέλου». Κατά τον Χατζιδάκι η λ. προέρχεται από το επίθ. ἀδάνιον < τοπων. Ἄδανα. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • κολοκύνθινος — και κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) [κολοκύνθη] 1. ο παρασκευασμένος από το φυτό κολοκύνθη 2. φρ. «ἄμπελος κολοκυνθίνη» εἰδος αμπέλου …   Dictionary of Greek

  • φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… …   Dictionary of Greek

  • οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»