-
1 εὐγένιος
εὐγέν-ιος· εὐγενής, καὶ εἶδος ἀμπέλου, Hsch.II [suff] εὐγέν-ιον, τό, name of a kind of laurel, Gp.11.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγένιος
-
2 μόργος
Grammatical information: m.Meaning: `twined basket of a chariot, in which straw and chaff was transported' (Poll. 7, 1 16, H.); after H. also σκύτινον or βόειον τεῦχος `leather ware'.Derivatives: μοργεύω `transort in a μόργος' (Poll. l.c.). Unclear μόργιον μέτρον γῆς, ὅ ἐστι πλέθρον. καὶ εἶδος ἀμπέλου H. Chantraine reads μόρτιον and connects μορτή, without argumentation.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No convincing etymology. Gelb Jb. f. kleinas. Forsch. II: 1, 51 connects it as `protoidg.' with Άμοργός and other Anatolian names. In the sense of `leather ware' after H. Petersson (s. WP. 2, 283) as "stripped skin" to ὀμόργνυμι etc. (Cf. μύρσος.)Page in Frisk: 2,254Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μόργος
-
3 βύβλος
Grammatical information: m.Meaning: The Egyptian papyrus, `Cyperus Papyrus', `its stalks, bark, roll, paper' (Hdt.).Other forms: βίβλος, βὶμβλις; Βίμβλινος (or - ινων) εἶδος οἴνου καὶ γένος ἀμπέλου ἐν Θρᾳκῃ καὶ ὁ παλαιὸς οἶνος. Ε᾽πίχαρμος δε ἀπ' ὀρῶν Βιβλίνων. ἔστι δε Θρᾳκης H.Derivatives: βύβλινος (Od.), βίβλινος (Pap.) `made of p.'; (both) also a kind of wine, s. DELG; also βίμβλινος (LSJSup.and H., s. above). βυβλιά (accent s. Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 191f.) `plantation of p.' (Tab. Heracl.; but s. Scheller Oxytonierung 47). - βυβλίον, βιβλίον ( s. Kretschmer KZ 57, 253 A.) `paper, book' (Ion.-Att.). βιβλῑ́διον with strange long i. βίμβλις, - ιδος `cords of β.', cf. βιβλίδες τὰ βιβλία η σχοινία τὰ ἐκ βίβλου πεπλεγμένα (EM 197, 30).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: The papyrusrind was supposedly called after the Phoenician harbour Byblos, from where it was brought to Greece. But as this town was Phoen. Gbl, Acc. Gublu, Hebr. Gebāl the Greek form is difficult to understand. E. Masson, Emprunts 101-7 concludes that the word is of unknown origin and the town was called after it. Objections by Hemmerdinger, Glotta 48 (1970) 253 (unclear). Therefore Alessio Studi etr. 18 (1944) 122f. assumed that the word was Pre-Gr. Furnée 364 gives evidence for υ\/ι in Pre-Greek (the forms with - ι- appears to be old, not due to late assimilation; cf. Kretchmer, KZ 57, 253). Pre-Greek origin is also strongly suggested by the prenasalised forms (hardly expressive). - Cf. πάπυρος.See also: s. βίβλος.Page in Frisk: 1,275Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βύβλος
См. также в других словарях:
BIBLINA — regio Thraciae, unde Biblinum vinum, quod alii a Biblia vite dictum volunt. Demus vero Delius Naxium interpretatur, quoniam Biblus Naxi fluv. sit. Suidas, Βιβλινος ὀινος, ἀυςτήρος, ἀπὸ Βιβλίνης οὕτω καλουμὲνης Θρακίας ἀμπέλου. Huius vini meminit… … Hofmann J. Lexicon universale
στεφανίτης — ο, ΝΜΑ, και τ. θηλ. στεφανῑτις, ίτιδος, ΜΑ, και στεφανείτης Α νεοελλ. 1. (ορυκτ.) αντιμονιοθειούχο ορυκτό τού αργύρου το οποίο ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων και απαντά με τη μορφή μαύρων στιλπνών ορθορομβικών κρυστάλλων, λεπτών τεμαχιδίων ή… … Dictionary of Greek
PSITHIA — apud Statium, l. 4. Sylv. 9. v. 38. Vel passum psithiis suis recoctum. ex emendatione Domitii Calderini; Graec. ψίθια, Hesychio εἶδος ἀμπέλου καὶ μήλων τινῶν, species vitis et pomorum est. Certe Psithias vites inter Graeculas recenset Colum ella … Hofmann J. Lexicon universale
αϊδάνι — το Βοτ. ποικιλία οιναμπέλου, που καλλιεργείται στις Κυκλάδες (κυρίως Σαντορίνη και Πάρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. από το μτγν. ουσ. ἐδάνη «είδος αμπέλου». Κατά τον Χατζιδάκι η λ. προέρχεται από το επίθ. ἀδάνιον < τοπων. Ἄδανα. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
κολοκύνθινος — και κολοκύντινος, ίνη, ον (Α) [κολοκύνθη] 1. ο παρασκευασμένος από το φυτό κολοκύνθη 2. φρ. «ἄμπελος κολοκυνθίνη» εἰδος αμπέλου … Dictionary of Greek
φόβη — Είδος ταξιανθίας στα φυτά. Στον στενόμακρο κύριο άξονά της αναπτύσσονται πλευρικά κλαδιά, τα οποία με τη σειρά τους διακλαδίζονται και βγάζουν άνθη ξεχωριστά το καθένα ή μικρές ταξιανθίες. Η φ. λέγεται συμπιεσμένη, όταν τα κλαδιά συμπιέζονται… … Dictionary of Greek
οινάνθη — Μητέρα της αυλητρίδας και εταίρας Αγαθόκλειας από τη Σάμο. Η Ο. είχε συστήσει την κόρη της στον βασιλιά της Αιγύπτου Πτολεμαίο Δ’ τον Φιλοπάτορα. Ο Πτολεμαίος είχε αγαπήσει παράφορα την όμορφη Αγαθόκλεια και έπεσε θύμα των απαιτήσεων της, καθώς… … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… … Dictionary of Greek